ωδικος

ωδικος
    ᾠδικός
    3
    1) сведущий в музыке, музыкальный
    

(ὅ μὲν φιλῳδός, ὅ δ΄ ᾠ. Arst.)

    2) прекрасно поющий
    

ᾠδικώτερος τῶν κύκνων Luc. — поющий лучше, чем (умирающие) лебеди

    3) умеющий петь, певчий
    

(ζῷα Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ωδικος" в других словарях:

  • ᾠδικός — musical masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωδικός — ή, ό / ᾠδικός, ή, όν, ΝΜΑ [ᾠδή] ο επιδέξιος, ο ικανός στο να τραγουδά νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ωδική α) η τέχνη τού τραγουδιού β) το μάθημα τής φωνητικής μουσικής 2. φρ. «ωδικά πτηνά» πτηνά που έχουν μελωδική φωνή αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ… …   Dictionary of Greek

  • ωδικός — ή, ό 1. ο ικανός στο να τραγουδά: Τα πουλιά αυτά λέγονται ωδικά. 2. για το θηλ. ως ουσ., ωδική βλ. λ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ᾠδικά — ᾠδικός musical neut nom/voc/acc pl ᾠδικά̱ , ᾠδικός musical fem nom/voc/acc dual ᾠδικά̱ , ᾠδικός musical fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠδικώτερον — ᾠδικός musical adverbial comp ᾠδικός musical masc acc comp sg ᾠδικός musical neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠδικωτάτων — ᾠδικός musical fem gen superl pl ᾠδικός musical masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠδικῶν — ᾠδικός musical fem gen pl ᾠδικός musical masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠδικόν — ᾠδικός musical masc acc sg ᾠδικός musical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠδικώτατα — ᾠδικός musical adverbial superl ᾠδικός musical neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠδικώτατον — ᾠδικός musical masc acc superl sg ᾠδικός musical neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠιδικοί — ᾠδικός musical masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»